- οίδομαι
- οἴδομαι (Α)πρήζομαι, διογκώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστ. τού ρ. οἰδῶ, σχηματισμένος πιθ. προκειμένου να ερμηνευθεί η παραγωγή τού ουσ. οἴδμα*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οίδμα — οἶδμα, τὸ (Α) 1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα τής θάλασσας («οἶδμ ἅλιον» Πίνδ.) 2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.) β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον… … Dictionary of Greek